βελουδένιος — ια, ιο και βελούδινος, η, ο 1. κατασκευασμένος από βελούδο 2. μαλακός, απαλός σαν βελούδο («βελουδένια μάγουλα», «...χέρια») … Dictionary of Greek
-ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… … Dictionary of Greek
φελπεδένιος — ια, ιο, Ν φελπένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέλπα, κατ επίδραση τού βελουδένιος] … Dictionary of Greek
Πιερίδης, Γιάγκος — Δημοσιογράφος και λογοτέχνης, κυπριακής καταγωγής (1897 1970). Έζησε πολλά χρόνια στην Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος), όπου και πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα. Ως δημοσιογράφος εργάστηκε στην εκεί ημερήσια ελληνική εφημερίδα Ταχυδρόμος, στην οποία… … Dictionary of Greek
βελούδινος — η, ο ο βελουδένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατιφεδένιος, -ια, -ιο — αυτός που έχει κατασκευαστεί από κατιφέ, βελουδένιος: Φορούσε ένα κατιφεδένιο φόρεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)